ΥΠΕΡΑΝΩ ΜΟΥ

Είναι εκείνα τα απογεύματα, μέρα γιορτής συνήθως συμβαίνει. Έχεις πάρει απόφαση ότι είσαι υπεράνω των γιορτών. Υπεράνω της συνήθειας. Υπεράνω των μικρών ζιζανίων που φυτρώνουν καθώς κοιτάς τις εικόνες των «μονιασμένων» ανθρώπων γύρω. Είσαι υπεράνω, αταίριαστος και μόνος...
Περπατάς στο άνετο μ' ένα τσιγάρο στο χέρι, χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, απόγευμα, την ώρα που οι δρόμοι είναι άδειοι και πίσω από τα παράθυρα υπάρχουν άνθρωποι φουσκωμένοι από φαγιά, τσιγάρα, μπίρες, ξαπλωμένοι σε καναπέδες να πίνουν ένα καφέ για χώνεμα. Εσύ είσαι υπεράνω από αυτά. Δεν έχεις ανάγκη κανέναν. Κι αν περνάει από το μυαλό εκείνη η εκνευριστική φράση «με έχουν χεσμένο όλοι…» που απαραίτητα πρέπει να συμπληρώσεις, «κι εγώ χεσμένους τους έχω…», τη διώχνεις άμεσα χαζεύοντας σ΄ενα παγκάκι μ' έναν ήλιο ελάχιστα ενοχλητικό κι ένα αεράκι που ανακατεύει το καπνό, τη μυρωδιά από κάποιο λουλούδι που ξέχασαν να ξεριζώσουν και σε κοιτάει με απορία τι στο διάολο κάνεις μεσημεριάτικα εκεί καρφωμενος να κοιτάς το τοίχο της απέναντι πολυκατοικίας…
Εκείνα τ΄απογεύματα, που ψιλοκοιτάς το κινητό και είσαι βέβαιος ότι δε θα χτυπήσει και πάλι έχεις έτοιμη την απάντηση «και τι έγινε…», πώς γίνεται και με μαθηματική ακρίβεια περνάει πάντα ένας άσχετος που έχει βάλει στο αυτοκίνητο εκείνο το κομμάτι που νόμιζες ότι δεν θα ξανακούσεις πλέον, ότι έχει αποσυρθεί από τη κυκλοφορία από τότε και αρχίζεις και συνειδητοποιείς ότι το υπεράνω σου γίνεται θρύψαλα σε δευτερόλεπτα. Δεν σε βλέπει κανένας, ανάβεις βιαστικά ένα δεύτερο τσιγάρο, και αισθάνεσαι ότι ξύσεις δε ξύσεις εκείνα τα σκατοτατουάζ της ψυχής σου που περιφέρεις σαν τρόπαιο σου θυμίζουν πάλι, μόνιμα, πάντα, ότι κάποια στιγμή τα χτύπησες μέσα σου επιδεικτικά με τηλεζάντα υπεράνω όλων και λες και κάτι έκανες…
Εκείνα τα απογεύματα γυρνάνε σε μια κρίση σχιζοφρενικής εναλλαγής μεταξύ πόνου και έκστασης. Έτσι είναι η μοναξιά πάντα. Δε ξέρει σε ποιό πόδι να πατήσει. Σ΄ένα δάκρυ μ' ένα τραγούδι θλιμένο να το βάλεις για να αυτοενοχλείσαι μαζοχιστικά ή να ξεκινήσεις ένα θόρυβο σαν γυαλιά που σπάνε από ένα τελευταίο ανεξέλεγτο σεισμό. Είναι η μορφή της όποιας ερημιάς να δημιουργεί απόλυτο πόνο και απόλυτη ευτυχία. Ή θα πρέπει να δολοφονήσεις φαντάσματα ή θα πρέπει να τα καλέσεις για χορό. Να μείνεις εκεί ακίνητος και να χαζεύει ο ένας τον άλλο αποκλείεται.
Εκείνα τ΄απογεύματα γυρίζεις σπίτι με δυό επιλογές. Ηττημένος ή νικητής. Συνήθως γυρίζεις όσο κι αν μοιάζει παράλογο, νικητής. Ηττημένος ήσουν όσο νόμιζες ότι είσαι υπεράνω. Εκείνο το "υπεράνω" φοβάσαι μήπως τελικά κάποια μέρα είναι ο μοναδικός σου εαυτός. Μήπως κάποια μέρα από τη πολλή μάχη αρνηθείς για πάντα την ειρήνη με τον οποιονδήποτε. Μήπως κάποια μέρα με το πες πες μέσα σου τελικά αποφασίσεις μόνιμα...
Οσο γυρίζεις πίσω με τα παλιά τατουάζ να τσιμπάνε ακόμα, με τη μουσική έτοιμη για μια προσεχή μάχη και μια λύση έτοιμη για τις επόμενες ώρες είσαι ΟΚ. Έχεις αποθέματα ακόμα να ξοδέψεις. Δε πα να γαμηθούν όλοι...Είμαι υπεράνω.
Ήρθε Δευτέρα. Όλα καλά.


Ο Γαβριάς