Ο βλάσφημος Ευρωπαίος

Ο «γιαπάκος» ξενόφερτος, ευρωπαίος, ρομποτοειδής, μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο και ένα μοναδικό όνειρο: Να γίνει γκουρού του μάρκετινγκ και να πάρει σπίτι στο Λουξεμβούργο.
Με κοιτάζει και με ρωτάει αδιάφορα, έτσι για να πούμε κάτι στο διάλειμμα στη δουλειά.
-Γιορτάζετε κι εσείς τη γέννηση και την ανάσταση όπως εμείς οι καθολικοί;
Δεν απαντώ. Ξεφεύγω πίσω στο βάθος στο τοίχο. Ενα τουριστικό ημερολόγιο κρεμασμένο με φάτσα μόστρα τους Δελφούς.
Ελληνας.
Το κακό σπυρί στο κώλο σας.
Ελληνας. Εχει πάρει παραμάσχαλα μια ιστορία που βαριέται να διαβάσει, μια αγιαστούρα μπάσταρδη, κι ένα λάθος νούμερο ευρωπαικό σακάκι και πάει...
Δεν ξέρει πια τι είναι. Εχει χάσει τη μπάλα κάθε έννοιας πολλά χρόνια τώρα.
Εχει ονομάσει τα μισά του κορίτσια Ηλέκτρα και τ΄αλλα μισά Μαρία κι έχει κολλήσει παραδίπλα μια γκάμα επίθετα που πάνε από το –όπουλος στο –ογλου...
Είναι ο χριστιανός βλάσφημος γκιαούρης, ο αλβανός της Ευρώπης.
Πρόδωσε; Προδώθηκε; Τον έπιασαν στον ύπνο; Βολεύτηκε; Ξύπνησε μια μέρα και του 'χαν αρπάξει το σπίτι; Δεν ξέρει..
Είναι αυτός που τη βιβλιοθήκη τη πλησιάζει μόνο για να ρίξει ένα ξεσκόνισμα.
Είναι ο φανατικός χριστιανός που ούτε το «πάτερ ημών» δε ξέρει.
Είναι ένας αναποφάσιστος χορευτής που δε ξέρει που να ρίξει τη παραγγελιά.
Στο τσιφτετέλι; Στο ζειμπέκικο; Στη ροκιά; Ή να ραπάρει κλέφτικα;
Το μπάσταρδο που μόλις πήρε πρέφα ότι είναι υιοθετημένο. Ποιοί είναι οι πραγματικοί γονείς; Δεν ξέρει. Εχουν καεί τα χαρτιά στο χωριό στη τελευταία εισβολή.
Συνειδητά τσαπατσουλης, συνειδητά ωχαδερφιστής. Μόνιμα τσαντισμένος με όλα.
Εχει γυρίσει το μέσα του απ΄εξω και πλησιάζει το θείο με μια κοκορετσιά την ανάσταση.
Παλεύει τα λοίσθια το φιλότιμο. Παλεύει ανάμεσα στη πίτα γύρο που της ρίχνει και μια κέτσαπ και τον εσπρεσάκο που το πίνει αργά αργά με καμμιά δεκαριά τσιγάρα αραχτός να του θυμίζει «το τούρκικο».
Γεμάτος νεύρα, απότομος, γαμοσταυρίδης και χριστοπαναγίτσας, ο αθάνατος έλληνας.
Μοναδική περίπτωση μετανάστη στο τόπο του.
Τον κοιτάζουν όλοι αφ΄υψηλού, τους κοιτάζει κι εκείνος, έτσι γιατί είναι μάγκας. Ολη η ζωή του τον κοιτάζει αφ΄υψηλού κι εκείνος της τεντώνει το μεσαίο δάχτυλο φωνάζοντας «πάρτα μωρή καριόλα».
Γιορτάζει γέννηση; Γιορτάζει ανάσταση;
Τι κουβαλάει αυτό το πλάσμα μέσα του, αυτό που πριν ανάψει τα κεριά και τις λαμπάδες ρίχνει και δυό φάσκελα για να καλύψει κάθε πιθανότητα...
Ο κάτοικος της χώρας που γέννησε τη τραγωδία. Και τον χάραξε.
«Ο περίπου ευρωπαίος».
«Ο περίπου ανατολίτης».
«Ο περίπου χριστιανός».
«Ο περίπου ειδωλολάτρης».
Ο σίγουρα βλάσφημος στα σχέδια της παγκόσμιας τάξης. Κι ούτε το προσπαθεί καθόλου. Απλά είναι. Τελευταία του έξοδος είναι η απαξίωσή του να "γίνει άνθρωπος"
Δεν είναι απαραίτητο να συλαμβάνει μεγάλα νοήματα. Ουτε να ξέρει γράμματα πολλά. Ξέρει πως η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται όταν η λίγουσα είναι μακρά...
Που σέρνεται...Που;
Κανείς δε ξέρει. Ούτε κι ο ίδιος. Στη στιγμή απάνω θα δείξει τι θα κάνει. Όπως του βγει. Όπως «του κάτσει».
Έλληνας ο γιός του «Δία Καραμανλίκογλου και Σία»
Αυτός που γελάει με τ΄άντερά του απέξω καθώς περνάει από την Ιλιάδα στη Ζαχαροπουλιάδα.
Από την Οδύσσεια, στο φαστφουντάδικο στα Πατήσια.
Από τη Κοσμογονία του, στο "γαμώ τη κοινωνία" του....
ΑΜΗΝ.
"Σε βρίζω όπου σε βρω, είσαι ο χειρότερος εχθρός μου και η μόνη μου ελπίδα. Ισως κάποια μέρα το καταλάβεις."


Ο Γαβριάς